ἄγονος — unborn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγονος — η, ο (Α ἄγονος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει κάτι, ο μη γόνιμος 2. (για πρόσωπα και ζώα) στείρος 3. (για τη γη) άκαρπος, άφορος, χέρσος 4. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, άσκοπος, ανώφελος αρχ. 1. αγέννητος 2. άτεκνος, άκληρος 3. φρ. «ἄγονος… … Dictionary of Greek
ἀγονώτερον — ἄγονος unborn masc acc comp sg ἄγονος unborn neut nom/voc/acc comp sg ἄγονος unborn adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγονώτατα — ἄγονος unborn adverbial superl ἄγονος unborn neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγόνως — ἄγονος unborn adverbial ἄγονος unborn masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγονωτάταις — ἄγονος unborn fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγονωτάτην — ἄγονος unborn fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγονώτερα — ἄγονος unborn neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγονώτεροι — ἄγονος unborn masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγόνους — ἄγονος unborn masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)